- λεμφαδένωμα
- τοιατρ. γενικός χαρακτηρισμός κάθε υπερπλασίας λεμφικού ιστού υπό μορφή όγκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lymphadenome < lymph(o)- (πρβλ. λεμφ[ο]-) + -adenome (πρβλ. αδένωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μιχ. Ψαλίδα].
Dictionary of Greek. 2013.